Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΣΤΟΡΥ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟ

20/10/2004

Αγαπητέ ixrayman

Μια και οι φίλοι άρχισαν να διηγούνται ιστορίες δρόμου να πω κι εγώ μια δική μου και εντελώς πρόσφατη. Δεν έχει ούτε μήνα όταν επέστρεφα στην Αθήνα μετά από ένα επαγγελματικό ταξίδι αστραπή στην Θεσσαλονίκη. Ήταν νωρίς το απόγευμα και κατέβαινα τις στροφές προς Καραβόμυλο. Πήγαινα στην μεσαία λωρίδα και μπροστά μου δυο νταλίκες μου φράζουν το δρόμο καθώς βγαίνουν αριστερά για προσπεράσει η μία την άλλη. Ξαφνικά ένα μαύρο αυτοκίνητο μάρκας BMW έρχεται από αριστερά σαν βολίδα αντιλαμβάνεται το φράγμα από τις νταλίκες, κόβει απότομα προς τα δεξιά και περνάει ανάμεσα σ’ εμένα και την προπορευόμενη νταλίκα, σε μια τρίχα απόσταση, βγαίνει εντελώς δεξιά του δρόμου και περνάει από μέσα, στο τσακ και πάλι την άλλη νταλίκα κι εξαφανίζεται. "Τι κάνει ο μαλάκας;" σκέφτηκα όταν η ανάσα ξανάρθε στο στόμα μου και το σάλιο ξανακατέβηκε στο λαιμό μου. Χαμήλωσα ταχύτητα και πήγα εντελώς δεξιά. "Στο παρά ένα και θα ήμουνα στα δελτία ειδήσεων" το σκεφτόμουνα και μ’ έλουζε κρύος ιδρώτας.
Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω σταμάτησα σ’ ένα μοτέλ για να πιω ένα καφέ και να συνέλθω. Ψάχνοντας για να παρκάρω πέφτω πάνω στην μαύρη BMW που ήταν παρκαρισμένη και πάλι παράνομα μπροστά στην είσοδο της καφετερίας. Τρελάθηκα "Θα τον γαμήσω τον πούστη" ψιθύρισα μόνος μου ντοπάροντας τον θυμό μου. Μπήκα μέσα και ρώτησα την κοπέλα του μπαρ μήπως ξέρει τον οδηγό. Μου έδειξε στο βάθος ένα μαυροντυμένο τύπο με πλάτη προς εμένα. Τράβηξα προς το μέρος του και πλησιάζοντας διέκρινα και το μαλλί του βαμμένο προς το κόκκινο. "Είναι και βαμμένη η αδελφούλα" σκέφτηκα ειρωνικά, φούλαρα την τσαντίλα μου κι όρμησα. Πήγα μπροστά του και η φράση έμεινε στο λαρύγγι μου.
-"Τι θέλει ο κύριος;"
Κόκαλο εγώ, μια θαυμάσια και ελαφρά μπάσα γυναικεία φωνή με συνέφερε ενώ δυο πελώρια μάτια μ’ εξερευνούσαν. Μου προτείνε να καθήσω και κάθησα. Συνέχισε να μου μιλά για το περιστατικό στο δρόμο και να αναλαμβάνει τις ευθύνες αποκλειστικά. Εγώ είχα αποσβολωθεί. Μια γκομενάρα με χειλάρες και δυο βυζάρες να προβάλλουν από το τιραντέ μπλουζάκι της λες κι ήθελαν να ελευθερωθούν και να πετάξουν. Α και ένα άρωμα μεθυστικό με είχαν αφήσει άναυδο.
-"Άννα, Άννα" επανέλαβε μιας κι εγώ δεν αντιδρούσα.
-"Εσάς;" με ξαναρώτησε προτείνοντας το χέρι της.
-"Κώστας" είπα και της έδωσα το χέρι. Πάλι καλά που θυμήθηκα ο μαλάκας τ’ όνομα μου.
-"Έχετε φάει;" Δεν απάντησα γιατί ξανάχασα τις λέξεις. Αυτή ίσως και να μην ήθελε απάντηση και συνέχισε μόνη της.
-"Σας κάνω το τραπέζι πάνω στο εστιατόριο. Ελάτε".
Πρέπει να ψιθύρισα κανένα μα γιατί συνέχισε
-"Δεν το συζητώ, πάρτε το σαν εξιλέωση. Σας παρακαλώ" είπε και σηκώθηκε για να πάρει τα πράγματα της.
Όρθια αποκάλυψε κι άλλα από τα κάλλη της. Κορμάρα, γύρω στα 40-42 αλλά σωματάρα, λεπτή με πιασίματα και με κωλάρα, μπουτάρες αν και φορούσε παντελόνι.
Με το κρασί άρχισε να λύνεται  ο λόγος και σε λίγο μιλούσαμε σαν παλιοί γνωστοί. Η Άννα ήταν μηχανικός από Βόρεια Ελλάδα που κατέβαινε στην Αθήνα για δουλειές. Ήταν παντρεμένη αλλά χωρίς παιδιά. Με την κουβέντα και το κρασί ο ερωτισμός μεγάλωνε και τα υπονοούμενα για το σεξ πλήθαιναν. Είχαμε φτιαχτεί κι εγώ είχα καυλώσει. Κάπου πρέπει να το είπα και σε λίγο αισθάνθηκα το πόδι της πάνω στον καυλωμένο πούτσο μου να διερευνεί το ύψος και το πάχος του. Έσκυψα και της είπα χαμηλόφωνα.
-"Δεν πρέπει να οδηγήσουμε έτσι, έχουμε πιει αρκετά, ξέρω ένα μοτέλ παρακάτω, τι λες πάμε να ξεκουραστούμε;" Και βέβαια πήρα και πάλι ο μαλάκας την πληρωμένη απάντηση.
-"Εγώ δεν πηδιέμαι σε φτινιάρικα μοτέλ της εθνικής οδού. Πήγαινε στ’ αυτοκίνητο σου και περίμενε με."  είπε με ύφος αποφασιστικό ενώ σηκώθηκε, πλήρωσε και πήγε προς τις τουαλέτες.
Πήγα στ’ αυτοκίνητο μου και περίμενα. Σε λίγο ήρθε προς το μέρος μου, με πλησίασε μου έχωσε ένα ρουφηχτό φιλί που μου ξερίζωσε την γλώσσα και έτριξε το σώμα της πάνω μου καυλιάρικα.
-"Ακολούθα με" μου είπε.
Περάσαμε την Λαμία και στρίψαμε προς Καρπενήσι. Στα δυο-τρία χιλιόμετρα πήραμε ένα αγροτικό δρόμο, μετά ένα χωμάτινο, περάσαμε κάτι δέντρα και σταματήσαμε σ’ ένα ξέφωτο με θέα τον κάμπο της Λαμίας. Αυτή σταμάτησε μπροστά κι εγώ πίσω της. Έκλεισε τα φώτα κι άναψε ένα μικρό μπλε φωτάκι. Περίμενα για λίγο αν θα βγει. Πήρα ένα μπουκάλι ουίσκι έκλεισα και πήγα προς τ’ αυτοκίνητο της. Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού κι έβαλα το κεφάλι μου λέγοντας
-"Έφερα ουισκάκι θέλεις;……………Ένοιωσα να μου τραβά το κεφάλι, αγκαλιάζοντας με και με τα δυο της χέρια, να μου ρίχνει ένα παρόμοιο ρουφηχτό φιλί και να με τραβά προς τα μέσα. Το μονό που πρόλαβα να καταλάβω ήταν ότι τα καθίσματα είχαν πέσει προς τα πίσω και της ήταν γυμνά από το παντελόνι της. Το κεφάλι της ήταν κολλημένο στο δικό μου ενώ τα χείλη συνέχιζαν να ρουφούν τα δικά μου, το σώμα της έκανε τόξο κι απομακρυνόταν από το δικό μου ενώ οι λαγόνες της μπροστά αναζητούσαν ένα  δεύτερο  σημείο για σμίξει με το σώμα μου. Ίσα που πρόλαβα να τον βγάλω και να μπω μέσα της όταν τα πόδια σα δαγκάνες κάβουρα με κλείδωσαν πάνω της. Ένοιωσα το σώμα της να σπαρταρά και το μουνί της να πλυμμηρίζει με τα υγρά του πρώτου οργασμού. Με έλυσε κι έχωσε το κεφάλι της στο βάθος του πίσω καθίσματος. Τα βυζιά της αποκαλύφτηκαν και οι ρώγες της πετάχτηκαν όρθιες κι αγριεμένες. Εγώ σήκωσα το σώμα, σφηνώθηκα μεταξύ οροφής και δαπέδου κι άρχισα να πρεσάρω με ορμή το μουνάκι της, ταυτόχρονα την πίεζα στο πίσω κάθισμα ενώ αυτή είχε χαλαρώσει κι είχε αφεθεί στην ορμή μου. Πήγα να βγω για να χύσω αλλά με ξανακλείδωσε με τα πόδια της και μου είπε βραχνά.
-"Μέσα μου, ασ’ τα μέσα μου"
Έχυσα ενώ ένοιωσα ότι χύνει κι αυτή. Πέσαμε στα καθίσματα και για λίγο ακουγόταν μόνο οι ανάσες μας. Έσπασε τη σιωπή πρώτη.
-"Τι γίνεται με ’κεινο το ουισκάκι; "
Σηκώθηκα να βρω το ουίσκι και την άκουσα να μου ζητά να φέρω και τα τσιγάρα. Μείναμε να καπνίζουμε, να πίνουμε και να λέμε χαμηλόφωνα ανέκδοτα. Κοίταζα το σώμα της, τέλειο, στο μισοσκόταδο μέχρι που ένοιωσα το χάδι της στο καυλί μου. Γρήγορα σηκώθηκα κι αυτή κατέβηκε και τον πήρε στο στόμα της.
-"Συνέχισε" μου είπε μπουκωμένη κι εγώ που έλεγα ένα ανέκδοτο που το τραβάς όσο θέλεις συνέχισα.
Με πιπιλούσε, με έγλυφε, τον έπαιρνε όλο μέσα, με ρουφούσε, με τρέλαινε. Όνειρο ή τσιμπούκι κρατήθηκα, κρατήθηκα, μιλούσα, μιλούσα μέχρι που στέγνωσε το στόμα μου κι έχυσα. Πρέπει να τα ήπιε όλα γιατί δεν τραβήχτηκε.
Την έβαλα στο πίσω κάθισμα κι  ανέλαβα να της αποδώσω τα ίσα. Άφησε τις λαγόνες ελεύθερες να τις κάνω ότι θέλω. Άρχισα να την γλύφω, να βάζω τη γλώσσα, να παίζω την κλειτορίδα, να πιπιλάω τα χείλη της. Το απολαύανε. Κάποια στιγμή μου σήκωσε το κεφάλι έβαλε στο μουνί της ένα γυάλινο μπαλάκι σαν του πινκ-πογκ και μου ξανάχωσε το κεφάλι στο μουνί της. Το γλυφομούνι έτσι έγινε τρελό παιχνίδι. Το μπαλάκι το έσπρωχνα με την γλώσσα στο μουνί της και ή το ξαναγύριζε στο στόμα μου ή το ρουφούσε πιο μέσα κι η γλώσσα μου χωνόταν να το βρει. Την ένοιωθα να τρέμει και να χύνει τουλάχιστον τρεις φορές. 
Μετά με έβγαλε έξω από τ’ αυτοκίνητο. Η νύχτα γλυκιά  Άναψε τα φώτα στάσης έστησε το σώμα της στο καπό και τα πόδια στο έδαφος, τρούλωσε  τον κώλο της  και με διέταξε.
-"Πήδα με"
Πήγα από πίσω της και της τον έχωσα στο μουνί κι άρχισα να την γαμάω άγρια. Ένοιωθα το πουτσοκέφαλο να χτυπά τον πάτο της. Βογκούσε και με προκαλούσε για να την σκίσω. Κάποια στιγμή μου λέει.
-"Γαμάς κώλο;"
-"Τι;" είπα εγώ λες και δεν κατάλαβα την ερώτηση
-"Γαμάς κώλο ρε;" Ξαναρώτησε πιο επιθετικά.
-"Ναι, ναι" είπα ξεθαρρεύοντας.
-"Έ πήδα τον ρε γαμώτο, ξέσκισε τον, τι περιμένεις;"
Πήγα να βάλω δάχτυλο για να τον προετοιμάσω κι αγρίεψε.
-"Άσε τις γαλιφιές και σκίστονε τον πούστη, στάζει στην καύλα ο καργιόλης δε τον βλέπεις" μιλούσε, παραλιρούσε, έβριζε κι είχε απογειωθεί τελείως..
Της τον σφύριξα με δύναμη. Πόνεσε γιατί οι μυς της τεντωθήκαν έντονα κι ούρλιαξε από πόνο κι από καύλα. Πόνεσα κι εγώ αλλά συνέχισα. Αυτή βογκούσε αλλά ο κώλος της μαλάκωνε. Υπέροχη τρύπα με δυσκολία κρατιόμουνα να μη χύσω μέχρι που άκουσα την κραυγή.
-"Χύσε, χύσε μέσα μην βγαίνεις, χύσε". Κρατήθηκα για κάποια δευτερόλεπτα κι αυτή έγινε παρακλητική.
-"Χύσε, χύσε σε παρακαλώ"……
Σφηνώθηκα όσο πιο πολύ μέσα της κι έχυσα ότι είχαν μαζέψει μέχρι στιγμής τ’ αρχίδια μου κι ότι μου είχε απομείνει. Ξαπλώσαμε στο καπό μέχρι να συνέλθουμε. Μπήκε πρώτη στο αυτοκίνητο και ντύθηκε. Πήγα να μπω κι εγώ αλλά μου έδωσε τα ρούχα και μου είπε όλο γλύκα.
-"Τώρα ο  καθένας στο τουτούτου"
-"Θα σε ξαναδώ;" πρόλαβα να ρωτήσω
-"Θα σε βρω εγώ άμα θελήσω" μου είπε και μου φύσηξε ένα φιλί.
Έβαλε μπρος έκανε μανούβρα κι έφυγε.
Η συνέχεια άμα υπάρξει στο μέλλον.
Κώστας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου